πεζολέκτης

πεζολέκτης
ὁ, Μ
αυτός που μιλά ή γράφει σε πεζό λόγο, ο πεζολόγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεζός + -λέκτης (< λέγω), πρβλ. σκληρο-λέκτης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πεζολέκται — πεζολέκτης prose writer masc nom/voc pl πεζολέκτᾱͅ , πεζολέκτης prose writer masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεζολεκτώ — έω, Μ [πεζολέκτης] μιλώ ή γράφω στον πεζό λόγο, πεζολογώ …   Dictionary of Greek

  • πεζός — ή, ό / πεζός, ή, όν, ΝΜΑ 1. το αρσ. ως ουσ. αυτός που πορεύεται με τα πόδια μεταβαίνοντας από τον έναν τόπο στον άλλο, πεζοπόρος, σε αντιδιαστολή με τον εποχούμενο ή έφιππο 2. οδοιπόρος, αυτός που πορεύεται στην ξηρά, όχι όμως κατ ανάγκη και με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”